- ζωόβιο
- τοζωολ. είδος δίπτερων εντόμων που ζουν παρασιτικά στο σώμα άλλων εντόμων ή φυτοφάγων ζώων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ)* + -βιος (< βίος), πρβλ. αμφί-βιος, υδρό-βιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek